ἐξυφασμένος

ἐξυφασμένος
ἐξῡφασμένος , ἐξυφαίνω
weave
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξυφαίνω — εξύφανα, εξυφάνθηκα, εξυφασμένος, μτβ., ετοιμάζω κάτι (κακό) κρυφά και δόλια, το μηχανεύομαι, χαλκεύω, μηχανορραφώ, σκευωρώ: Εξυφάνθηκε συνωμοσία εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”